Ντάγκλας, Μάικλ

Ντάγκλας, Μάικλ
(Michael Douglas, Νιου Τζέρσι 1944 –). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός. Γιος του δημοφιλούς ηθοποιού Κερκ, ξεκίνησε ως βοηθός σκηνοθέτη σε ταινίες του πατέρα του στην δεκαετία του 1960. Πολυσπουδασμένος και καλά καταρτισμένος σε υποκριτική και σκηνοθεσία, γοητευτικός και με καλή άρθρωση και εκφορά λόγου ξεκίνησε δειλά να εμφανίζεται στην τηλεόραση όπου και έκανε την πρώτη μεγάλη του επιτυχία με την αστυνομική σειρά Δρόμοι του Σαν Φρανσίσκο (1972-77). Ενδιάμεσα ως παραγωγός είχε κερδίσει και Όσκαρ για το φιλμ Στην φωλιά του κούκου, με το οποίο έγινε αποδεκτός και στις τάξεις όλων των συναδέλφων του. Στα χρόνια που ακολούθησαν έγινε πιο γνωστός ως ηθοποιός με πολλές εμπορικές επιτυχίες που έτυχαν διεθνούς αναγνώρισης, ενώ κέρδισε κι άλλο Όσκαρ το 1987 αυτή τη φορά για τον ρόλο του στο φιλμ Γουόλ στριτ. Από τις περίπου 50 ταινίες που έχει συμμετάσχει σήμερα με διάφορους τρόπους ξεχωρίζουν ακόμα: Το σύνδρομο της Κίνας (1979), Κυνηγώντας το πράσινο διαμάντι (1984), Ολέθρια σχέση (1987), Καυτή βροχή (1989), Ο πόλεμος των Ρόουζ (1989), Βασικό ένστικτο (1992) κ.α.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ντάγκλας, Κερκ — (Kirk Douglas, Νέα Υόρκη 1916 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του αμερικανού ηθοποιού, σκηνοθέτη και παραγωγού Ισούρ Ντανιέλοβιτς (Issur Danielovitch). Με το χαρακτηριστικό «λακάκι» στο σαγόνι του, μαζί με τους Μπαρτ Λάνκαστερ, Γκρέγκορι Πεκ και… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Βερχόφεν, Πολ — (Paul Verhoeven, Άμστερνταμ 1938 –). Ολλανδός σκηνοθέτης. Σπούδασε μαθηματικά και φυσική στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν και ξεκίνησε την καριέρα του σκηνοθετώντας ντοκιμαντέρ για το ολλανδικό βασιλικό ναυτικό και την τηλεόραση. Το 1971 έκανε την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”